διυλισμένος

διυλισμένος
διῡλισμένος , διά-ὑλίζω
filter
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηθητός — ἠθητός, ή, όν (Α) [ηθώ] διηθητός, διυλισμένος, στραγγισμένος …   Dictionary of Greek

  • σακ(κ)ίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ Εὐπόλιδι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα ίας (πρβλ. σαπρ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • διυλίζομαι — διυλίζομαι, διυλίστηκα, διυλισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διυλίζω — διύλισα, διυλίστηκα, διυλισμένος 1. διηθώ υγρό, το καθαρίζω από ξένες ουσίες, φιλτράρω, λαγαρίζω: Το πετρέλαιο καύσης είναι διυλισμένο. 2. μτφ., εξετάζω εξονυχιστικά, αναλύω σε βάθος: Γίνεται κουραστικός, γιατί διυλίζει ό,τι του λες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραφινάτος, -η, -ο — και ραφινέ (άκλ.), διυλισμένος, εκλεπτυσμένος: Το λάδι που πήραμε είναι ραφινέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουρωτός — ή, ό διυλισμένος, σουρωμένος, στραγγισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”